συνοφρυώνομαι

συνοφρυώνομαι
συνοφρυώνομαι, συνοφρυώθηκα, συνοφρυωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνοφρυώνομαι — συνοφρυοῡμαι, όομαι, ΝΜΑ [σύνοφρυς] νεοελλ. σουφρώνω τα φρύδια μου από δυσαρέσκεια, θυμό, ανησυχία ή βαθιά σκέψη, σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω αρχ. 1. σουφρώνω τα φρύδια μου από λύπη, λυπούμαι, θλίβομαι (α. «στυγνῷ προσώπῳ καὶ ξυνωφρυωμένῳ», Ευρ. β.… …   Dictionary of Greek

  • συνοφρυώνομαι — συνοφρυώθηκα, συνοφρυωμένος, μαζεύω τα φρύδια μου από δυσαρέσκεια ή λύπη, κατσουφιάζω: Καθόταν αγέλαστος και συνοφρυωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλαξομουτσουνιάζω — 1. αλλαξομουριάζω 2. γίνομαι σκυθρωπός, συνοφρυώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + μούτσουνο. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξομουτσούνιασμα] …   Dictionary of Greek

  • εφέλκω — (Α ἐφέλκω, ιων. τ. ἐπέλκω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου αρχ. 1. σύρω, τραβώ κάτι πίσω από κάποιον 2. οδηγώ σέρνοντας («ἐκ τοῡ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», Ηρόδ.) 3. (για πλοίο) ρυμουλκώ («ναῡς ὥς ἐφέλξω», Ηρόδ.) 4. (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους)… …   Dictionary of Greek

  • ζαρώνω — (Μ ζαρώνω) 1. αποκτώ ρυτίδες, ρυτιδώνομαι («ζάρωσε το πρόσωπό του») 2. κάνω κάτι να ζαρώσει, πτύσσω, τσαλακώνω 3. μαζεύομαι, συρρικνούμαι από φόβο, ντροπή ή ψύχος νεοελλ. 1. φρ. «ζαρώνω τα φρύδια» συνοφρυώνομαι, δυσφορώ 2. (μτχ. μέσ. παρακμ.)… …   Dictionary of Greek

  • κατοφρυούμαι — κατοφρυοῡμαι, όομαι (ΑΜ) συνοφρυώνομαι υπερβολικά αρχ. φρ. «κατωφρυωμένοι λόγοι» αυστηρά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀφρυοῦμαι «είμαι υπεροπτικώς ακατάδεκτος»] …   Dictionary of Greek

  • οφρυάζω — ὀφρυάζω (Α) [οφρύς] 1. κάνω νεύμα με τα φρύδια μου 2. κοιτάζω υπεροπτικά σηκώνοντας τα φρύδια μου 3. συνοφρυώνομαι …   Dictionary of Greek

  • συνέλκω — ΝΜΑ έλκω προς μία κατεύθυνση πολλά πράγματα συγχρόνως αρχ. 1. συστέλλω, μαζεύω («ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ μήτρα συνέλκεται», Σωρ.) 2. μτφ. τραβώ προς το μέρος μου, παρασύρω 3. βοηθώ στο να οδηγηθεί κάποιος κάπου («συνέλκειν τοὺς νεκροὺς εἴσω φάλαγγος»,… …   Dictionary of Greek

  • συννεύω — ΜΑ [νεύω] 1. μαζεύω προς τα κάτω τα φρύδια, συνοφρυώνομαι (α. «συννενεύκει ὁ λόγος αὐτῷ τὰς ὀφρῡς», Άνν. Κομν. β. «τὰς ὀφρῡς κάτω συννένευκας», Λουκ.) 2. κατευθύνομαι αμοιβαία προς το ίδιο σημείο, συγκλίνω («πάντων πρὸς ἄλληλα τῶν μερῶν… …   Dictionary of Greek

  • συνοφρύωση — η, Ν συνοφρύωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοφρυώνομαι. Η λ., στον λόγιο τ. συνοφρύωσις, μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”